reaction

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
reaction reactions

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

reaction (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αντίδραση, αυτό που κάνω, λέω ή σκέφτομαι ως αποτέλεσμα κάτι που έχει συμβεί
    action and reaction - δράση και αντίδραση
    What was his reaction to our proposal?
    Ποια ήταν η αντίδρασή του στην πρότασή μας;
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, χημεία) η αντίδραση
    a chain/nuclear/chemical reaction - αλυσιδωτή/πυρηνική/χημική αντίδραση

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]