reaction
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
reaction | reactions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reaction (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αντίδραση, αυτό που κάνω, λέω ή σκέφτομαι ως αποτέλεσμα κάτι που έχει συμβεί
- ↪ action and reaction - δράση και αντίδραση
- ↪ What was his reaction to our proposal?
- Ποια ήταν η αντίδρασή του στην πρότασή μας;
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, χημεία) η αντίδραση
- ↪ a chain/nuclear/chemical reaction - αλυσιδωτή/πυρηνική/χημική αντίδραση