readership
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
readership | readerships |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]readership (en)
- (συνήθως ενικός) το αναγνωστικό κοινό, ο αριθμός ή ο τύπος των ατόμων που διαβάζουν μια συγκεκριμένη εφημερίδα, περιοδικό κτλ.
- ⮡ a newspaper/magazine with a large readership - εφημερίδα/περιοδικό με μεγάλο αναγνωστικό κοινό