reaktoro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reaktoro | reaktoroj |
αιτιατική | reaktoron | reaktorojn |
reaktoro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | reaktoro | reaktoroj |
αιτιατική | reaktoron | reaktorojn |
reaktoro (eo)