realist
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
realist | realists |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]realist (en)
- ο ρεαλιστής/η ρεαλίστρια
He’s not a pessimist, he’s just a realist.
- Δεν είναι απαισιόδοξος, είναι απλώς ρεαλιστής.
The realist avoids utopian ideas and focuses on the achievable.
- Ο ρεαλιστής αποφεύγει τις ουτοπικές ιδέες και επικεντρώνεται στο εφικτό.
He is a realist and always sees things as they are, without exaggeration.
- Είναι ρεαλιστής και πάντα βλέπει τα πράγματα όπως είναι, χωρίς υπερβολές.
As a realist, he knows that things don’t change overnight.
- Ως ρεαλιστής, γνωρίζει ότι τα πράγματα δεν αλλάζουν από τη μια μέρα στην άλλη.