Μετάβαση στο περιεχόμενο

reassignment

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
reassignment reassignments

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reassignment < re- + assignment

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reassignment (en)

  1. η μετάταξη
      the reassignment to a higher category branch
    η μετάταξη σε κλάδο ανώτερης κατηγορίας
  2. (πληροφορική) η επανεκχώρηση