reassignment
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
reassignment | reassignments |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- reassignment < re- + assignment
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reassignment (en)
- η μετάταξη
- ↪ the reassignment to a higher category branch
- η μετάταξη σε κλάδο ανώτερης κατηγορίας
- (πληροφορική) η επανεκχώρηση