reassignment
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
reassignment | reassignments |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- reassignment < re- + assignment
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]reassignment (en)
- η μετάταξη
- ⮡ the reassignment to a higher category branch
- η μετάταξη σε κλάδο ανώτερης κατηγορίας
- (πληροφορική) η επανεκχώρηση