reave
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | reave |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reaves |
αόριστος | reaved, reft |
παθητική μετοχή | reaved, reft |
ενεργητική μετοχή | reaving |
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /riːv/
- ομόηχο: reeve (αξιωματούχος)
Ρήμα
[επεξεργασία]reave (en)