rebellious
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | rebellious |
συγκριτικός | more rebellious |
υπερθετικός | most rebellious |
Επίθετο
[επεξεργασία]rebellious (en)
- επαναστατικός, αντάρτικος
- ⮡ She has a rebellious character.
- Έχει επαναστατικό/αντάρτικο χαρακτήρα.
- ⮡ She has a rebellious character.
- επαναστατημένος, που έχει επαναστατήσει ή έχει την τάση να επαναστατήσει
- ανυπότακτος