Μετάβαση στο περιεχόμενο

rebelo

Από Βικιλεξικό

Βενετικά (vec)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
rebelo < λατινική rebellis < rebello < bellum. Συγγενή: ιταλικά ribelle.

Επίθετο

[επεξεργασία]

rebelo