rebord

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
rebord rebords

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

rebord (fr) αρσενικό

  1. η άκρη, το χείλος
  2. το περβάζι