rebut

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας rebut
γ΄ ενικό ενεστώτα rebuts
αόριστος rebutted
παθητική μετοχή rebutted
ενεργητική μετοχή rebutting

Ρήμα[επεξεργασία]

rebut (en)

  • ανασκευάζω
    He is trying to rebut the lawyer’s statement.
    (Αυτός) προσπαθεί να ανασκευάσει την δήλωση του δικηγόρου.

Συνώνυμα[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

rebut (fr)