rebut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | rebut |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rebuts |
αόριστος | rebutted |
παθητική μετοχή | rebutted |
ενεργητική μετοχή | rebutting |
Ρήμα[επεξεργασία]
rebut (en)
- ανασκευάζω
- ↪ He is trying to rebut the lawyer’s statement.
- (Αυτός) προσπαθεί να ανασκευάσει την δήλωση του δικηγόρου.
- ↪ He is trying to rebut the lawyer’s statement.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
rebut (fr)
- το απόβρασμα