rebut
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | rebut |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rebuts |
αόριστος | rebutted |
παθητική μετοχή | rebutted |
ενεργητική μετοχή | rebutting |
Ρήμα
[επεξεργασία]rebut (en)
- ανασκευάζω
- ⮡ He is trying to rebut the lawyer’s statement.
- (Αυτός) προσπαθεί να ανασκευάσει την δήλωση του δικηγόρου.
- ⮡ He is trying to rebut the lawyer’s statement.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]rebut (fr)
- το απόβρασμα