receding
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]receding (en)
- ο υποχωρών, ο οπισθοχωρών, αποσυρόμενος
- αυξητικά-σταδιακά εκθολούμενος-εκθολωνόμενος, ξεθωριάζων
- εξασθενούμενος
Σημειώσεις
[επεξεργασία]όχι πχ. εξασθενημένος, η λέξη receding εκφράζει δυναμική εξέλιξη και όχι πάγια κατάσταση
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]receding (en)