Μετάβαση στο περιεχόμενο

receding

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

receding (en)

  • ο υποχωρών, ο οπισθοχωρών, αποσυρόμενος
  • αυξητικά-σταδιακά εκθολούμενος-εκθολωνόμενος, ξεθωριάζων
  • εξασθενούμενος

Σημειώσεις

[επεξεργασία]

όχι πχ. εξασθενημένος, η λέξη receding εκφράζει δυναμική εξέλιξη και όχι πάγια κατάσταση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

receding (en)