Μετάβαση στο περιεχόμενο

receipt

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
receipt receipts

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

receipt (en)

  1. (μετρήσιμο) η απόδειξη (πληρωμής), το έγγραφο που λαμβάνει κάποιος που δείχνει ότι τα αγαθά ή οι υπηρεσίες έχουν πληρωθεί
      I forgot the receipt in the restaurant.
    Ξέχασα την απόδειξη στο εστιατόριο.
     συνώνυμα: proof of payment
  2. (μη μετρήσιμο, επίσημο) η λήψη, η παραλαβή, η ενέργεια του παραλαμβάνω
      On receipt of his message…
    Με τη λήψη του μηνύματός του…
      We acknowledge receipt of your letter.
    Γνωρίζουμε λήψη της επιστολής σας.
      Who is taking receipt of the goods.
    Ποιος κάνει παραλαβή των εμπορευμάτων;
      The acknowledgment of receipt may be given by any medium and in any form.
    Η απόδειξη παραλαβής μπορεί να δοθεί σε κάθε μέσο και με κάθε τρόπο.
     συνώνυμα:  receiving, reception και taking
  3. (μόνο πληθυντικός, οικονομία) οι εισπράξεις
      The box office receipts fell short of the theater director’s expectations.
    Οι εισπράξεις του ταμείου υπελήφθησαν των προσδοκιών του διευθυντού του θεάτρου.