recklessness
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]recklessness (en) (μη μετρήσιμο)
- η απερισκεψία
- ⮡ He paid dearly for his recklessness.
- Πλήρωσε ακριβά την απερισκεψία του.
- ⮡ He paid dearly for his recklessness.