Μετάβαση στο περιεχόμενο

recoil

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας recoil
γ΄ ενικό ενεστώτα recoils
αόριστος recoiled
παθητική μετοχή recoiled
ενεργητική μετοχή recoiling

recoil (en)

  • (αμετάβατο) κλοτσάω, για πυροβόλα όπλα που τινάζονται προς τα πίσω κατά την εκπυρσοκρότηση
      This rifle recoils.
    Αυτό το όπλο κλοτσάει.
     συνώνυμα: kick