recommandé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- recommandé < recommander
Προφορά[επεξεργασία]
Μετοχή[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | recommandé | recommandés |
θηλυκό | recommandée | recommandées |
recommandé (fr)
- j'ai envoyé la lettre en recommandé - έστειλα την επιστολή συστημένη