reconnaissable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
reconnaissable | reconnaissables |
Επίθετο[επεξεργασία]
reconnaissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που μπορεί να αναγνωριστεί
ενικός | πληθυντικός |
reconnaissable | reconnaissables |
reconnaissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό