reconstruct
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | reconstruct |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reconstructs |
αόριστος | reconstructed |
παθητική μετοχή | reconstructed |
ενεργητική μετοχή | reconstructing |
reconstruct (en)