Μετάβαση στο περιεχόμενο

reconstruct

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reconstruct < re- + construct
ενεστώτας reconstruct
γ΄ ενικό ενεστώτα reconstructs
αόριστος reconstructed
παθητική μετοχή reconstructed
ενεργητική μετοχή reconstructing

reconstruct (en)