reconversion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
reconversion | reconversions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reconversion (fr) θηλυκό
- η μετατροπή
- η αλλαγή επαγγέλματος
ενικός | πληθυντικός |
reconversion | reconversions |
reconversion (fr) θηλυκό