rectangulaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
rectangulaire | rectangulaires |
Επίθετο[επεξεργασία]
rectangulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
rectangulaire | rectangulaires |
rectangulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό