rectify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | rectify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rectifies |
αόριστος | rectified |
παθητική μετοχή | rectified |
ενεργητική μετοχή | rectifying |
Ρήμα[επεξεργασία]
rectify (en)
- διορθώνω ή βελτιώνω κάτι, ανασκευάζω
- ↪ The prosecution’s main witness rectified his statement.
- Η κυριότερη μάρτυρας κατηγορίας ανασκεύασε τη δήλωσή του.
- ↪ The prosecution’s main witness rectified his statement.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- rectifier (ηλεκτρονική)