rectify

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας rectify
γ΄ ενικό ενεστώτα rectifies
αόριστος rectified
παθητική μετοχή rectified
ενεργητική μετοχή rectifying

Ρήμα[επεξεργασία]

rectify (en)

  • διορθώνω ή βελτιώνω κάτι, ανασκευάζω
    The prosecution’s main witness rectified his statement.
    Η κυριότερη μάρτυρας κατηγορίας ανασκεύασε τη δήλωσή του.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]