recueil

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

recueil < → δείτε τη λέξη recueillir

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʁə.kœj/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
recueil recueils

recueil (fr) αρσενικό