Μετάβαση στο περιεχόμενο

recueillement

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
recueillement < recueillir + -ment

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁə.kœj.mɑ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
recueillement recueillements

recueillement (fr) αρσενικό

  1. η συλλογή
  2. η περισυλλογή
  3. η κατάνυξη