recueillement
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- recueillement < recueillir + -ment
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ʁə.kœj.mɑ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
recueillement | recueillements |
recueillement (fr) αρσενικό
- η συλλογή
- η περισυλλογή
- η κατάνυξη