reculé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- reculé < reculer
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | reculé | reculés |
θηλυκό | reculée | reculées |
reculé (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη recul