redécouverte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
redécouverte | redécouvertes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
redécouverte (fr) θηλυκό
- η επανακάλυψη, η ανεύρεση