redevable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
redevable | redevables |
Επίθετο[επεξεργασία]
redevable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- υποχρεωμένος, που έχει ένα χρέος, υπόχρεος
ενικός | πληθυντικός |
redevable | redevables |
redevable (fr) αρσενικό ή θηλυκό