redirect
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
redirect | redirects |
redirect (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | redirect |
γ΄ ενικό ενεστώτα | redirects |
αόριστος | redirected |
παθητική μετοχή | redirected |
ενεργητική μετοχή | redirecting |
redirect (en)
- ανακατευθύνω
- ↪ The webpage redirects to ads.
- Η ιστοσελίδα ανακατευθύνει σε διαφημίσεις.
- ↪ The webpage redirects to ads.