redirect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
redirect redirects

redirect (en)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας redirect
γ΄ ενικό ενεστώτα redirects
αόριστος redirected
παθητική μετοχή redirected
ενεργητική μετοχή redirecting

redirect (en)

  • ανακατευθύνω
    The webpage redirects to ads.
    Η ιστοσελίδα ανακατευθύνει σε διαφημίσεις.