Μετάβαση στο περιεχόμενο

redundant

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

redundant (en)

  1. περιττός, που ξεπερνά το αναγκαίο, πλεονάζων
  2. (στο ΗΒ και την Αυστραλία) απολυμένος από τη δουλειά του επειδή δεν ήταν πια αναγκαίος