redundant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
redundant (en)
- περιττός, που ξεπερνά το αναγκαίο, πλεονάζων
- (στο ΗΒ και την Αυστραλία) απολυμένος από τη δουλειά του επειδή δεν ήταν πια αναγκαίος