reeve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
reeve | reeves |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
reeve (en)
- (αρσενικό ή θηλυκό) αξιωματούχος