referee

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
referee referees

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

referee (en)

  • (αθλητισμός) ο διαιτητής (που κινείται κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού στον αγωνιστικό χώρο)
  • (επιστήμες) ο αξιολογητής ακαδημαϊκών εργασιών, συνήθως για δημοσίευση ή παρουσίαση σε συνέδρια

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]