referenckadro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- referenckadro < referenc(o) (αναφορά) + kadro (πλαίσιο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | referenckadro | referenckadroj |
αιτιατική | referenckadron | referenckadrojn |
referenckadro (eo)