referral

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
referral referrals

Ετυμολογία [επεξεργασία]

referral < refer + -al

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

referral (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παραπομπή, το παραπεμπτικό, οποιαδήποτε αναφορά ή σύσταση με την οποία κάποιος μας παραπέμπει σε τρίτον για κάποιο σκοπό
    the referral of a document/matter to the authorities - η παραπομπή εγγράφου/θέματος στους αρμοδίους
    the referral of the case/the accused to the examining judge - η παραπομπή της υπόθεσης/του κατηγορουμένου στον ανακριτή
    Without a referral from the pathologist, I cannot do this test for you.
    Χωρίς παραπεμπτικό από τον παθολόγο δεν μπορώ να σας κάνω αυτήν την εξέταση.
  2. σημείωμα με το οποίο αναφέρεται ένας μαθητής για παράπτωμα

Πηγές[επεξεργασία]