Μετάβαση στο περιεχόμενο

refrain

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας refrain
γ΄ ενικό ενεστώτα refrains
αόριστος refrained
παθητική μετοχή refrained
ενεργητική μετοχή refraining

refrain (en) (αμετάβατο, επίσημο)

  • απέχω, αποφεύγω κάτι, παραιτούμαι από την ικανοποίηση μιας επιθυμίας
      You must refrain from alcoholic drinks.
    Πρέπει ν' απέχεις από τα οινοπνευματώδη.
     συνώνυμα:  abstain



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
refrain refrains

refrain (fr) αρσενικό