refrain
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | refrain |
γ΄ ενικό ενεστώτα | refrains |
αόριστος | refrained |
παθητική μετοχή | refrained |
ενεργητική μετοχή | refraining |
Ρήμα
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
refrain | refrains |
refrain (fr) αρσενικό