refrakcja
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | refrakcja | refrakcje |
γενική | refrakcji | refrakcji(/refrakcyj) |
δοτική | refrakcji | refrakcjom |
αιτιατική | refrakcję | refrakcje |
οργανική | refrakcją | refrakcjami |
τοπική | refrakcji | refrakcjach |
κλητική | refrakcjo | refrakcje |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
refrakcja (pl) θηλυκό