refuse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

refuse (en) (μη μετρήσιμο)

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας refuse
γ΄ ενικό ενεστώτα refuses
αόριστος refused
παθητική μετοχή refused
ενεργητική μετοχή refusing

refuse (en)