refuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
refuse (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)
- τα σκουπίδια, τα απορρίμματα
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | refuse |
γ΄ ενικό ενεστώτα | refuses |
αόριστος | refused |
παθητική μετοχή | refused |
ενεργητική μετοχή | refusing |
refuse (en)