Μετάβαση στο περιεχόμενο

refuse

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

refuse (en) (μη μετρήσιμο, επίσημο)

ενεστώτας refuse
γ΄ ενικό ενεστώτα refuses
αόριστος refused
παθητική μετοχή refused
ενεργητική μετοχή refusing

refuse (en)

  • αρνούμαι
      I refuse to do what the others are doing.
    Αρνούμαι να κάνω ό,τι κάνουν οι άλλοι.
      The coach has refused to train this team.
    Η προπονήτρια έχει αρνηθεί να προπονήσει αυτή την ομάδα.
      He left refusing to say anything.
    Έφυγε αρνούμενος να πει κάτι.
      Don’t hold it against me for refusing.
    Μη μου κρατάς κακία που αρνήθηκα.
     συνώνυμα: decline

Σύνθετα

[επεξεργασία]