regardant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- regardant < regarder
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | regardant | regardants |
θηλυκό | regardante | regardantes |
regardant (fr)
- (οικείο) σφιχτοχέρης, που κοιτάζει τα έξοδα με προσοχή