regardless

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: regardless of

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
regardless < regard + -less

Επίρρημα

[επεξεργασία]

regardless (en)

  • ανεξαρτήτως, ασχέτως
    ⮡  The team kept working hard regardless.
    Η ομάδα συνέχισε να δουλεύει σκληρά, ανεξαρτήτως (των δυσκολιών).
    ⮡  They decided to meet regardless.
    Αποφάσισαν να συναντηθούν, ανεξαρτήτως.
    ⮡  He was determined to finish the project regardless.
    Ήταν αποφασισμένος να ολοκληρώσει το έργο, ανεξαρτήτως.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]