registaro
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | registaro | registaroj |
αιτιατική | registaron | registarojn |
registaro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | registaro | registaroj |
αιτιατική | registaron | registarojn |
registaro (eo)