Μετάβαση στο περιεχόμενο

regulator

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
regulator regulators

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
regulator < regulate + -or

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

regulator (en)

  1. ο ρυθμιστής, η ρυθμιστική αρχή, αυτός που ρυθμίζει, ελέγχει και επιβάλλει την εκτέλεση κάποιων ενεργειών και δραστηριοτήτων σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, ρυθμούς
      a regulator role in banking data - ρόλο ρυθμιστή στα τραπεζικά δεδομένα
      a European regulator - Ευρωπαϊκή ρυθμιστική αρχή
  2. ο ρυθμιστής, συσκευή που ελέγχει κάτι όπως ταχύτητα, θερμοκρασία ή πίεση
      fuel pressure regulators - ρυθμιστές πίεσης καυσίμου

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]