regulator
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
regulator | regulators |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]regulator (en)
- ο ρυθμιστής, η ρυθμιστική αρχή, αυτός που ρυθμίζει, ελέγχει και επιβάλλει την εκτέλεση κάποιων ενεργειών και δραστηριοτήτων σύμφωνα με ορισμένους κανόνες, ρυθμούς
- ⮡ a regulator role in banking data - ρόλο ρυθμιστή στα τραπεζικά δεδομένα
- ⮡ a European regulator - Ευρωπαϊκή ρυθμιστική αρχή
- ο ρυθμιστής, συσκευή που ελέγχει κάτι όπως ταχύτητα, θερμοκρασία ή πίεση
- ⮡ fuel pressure regulators - ρυθμιστές πίεσης καυσίμου