regurgitate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | regurgitate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | regurgitates |
αόριστος | regurgitated |
παθητική μετοχή | regurgitated |
ενεργητική μετοχή | regurgitating |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- regurgitate < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
regurgitate (en)
- (μεταβατικό) εμώ, κάνω εμετό