reichen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- reichen < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]reichen
- δίνω, περνάω τροφή ή ποτό σε κάποιον στο τραπέζι, σερβίρω
- ⮡ Bitte reich mir das Salz. -Σε παρακαλώ, πέρασέ μου το αλάτι.
- ⮡ Die Kellner reichen den Nachtisch - Οι σερβιτόροι σερβίρουν το επιδόρπιο
- ⮡ Reichen wir uns die Hand. - Ας δώσουμε τα χέρια
- φτάνω (μέχρι, έως)
- ⮡ Der Turm reicht fast bis zum Himmel - Ο πύργος φτάνει σχεδόν μέχρι τον ουρανό.
- φτάνω, επαρκώ
- ⮡ Sein Geld reichte nicht, um sich das Buch zu kaufen - Δεν του έφταναν τα χρήματα για να αγοράσει το βιβλίο