reimbursement

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
reimbursement reimbursements

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
reimbursement < reimburse + -ment

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

reimbursement (en)