reinstate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]reinstate (en)
- αποκαθιστώ (κάποιον σε αξίωμα ή κάτι σε ισχύ), επαναφέρω
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- για άνθρωπο: restore to position
- bring back
- restore