rekonilo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rekonilo | rekoniloj |
αιτιατική | rekonilon | rekonilojn |
rekonilo (eo)
- σημάδι, σινιάλο για την αναγνώριση κάποιου