relatively
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]relatively (en)
- σχετικά
- ⮡ I bought it relatively cheap.
- Το αγόρασα σχετικά φθηνά.
- ⮡ Today was relatively cool compared to yesterday.
- Σήμερα είχαμε σχετική δροσιά σε σύγκριση με τη χτεσινή μέρα.
- ⮡ Today we had relatively good weather.
- Σήμερα είχαμε σχετική καλοκαιρία.
- ⮡ I bought it relatively cheap.