Μετάβαση στο περιεχόμενο

relatively

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
relatively < relative + -ly

Επίρρημα

[επεξεργασία]

relatively (en)

  • σχετικά
    παράδειγμα  I bought it relatively cheap.
    Το αγόρασα σχετικά φθηνά.
    παράδειγμα  Today was relatively cool compared to yesterday.
    Σήμερα είχαμε σχετική δροσιά σε σύγκριση με τη χτεσινή μέρα.
    παράδειγμα  Today we had relatively good weather.
    Σήμερα είχαμε σχετική καλοκαιρία.