relaxation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

relaxation < relax + -ation

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

relaxation (en)

  • η χαλάρωση, η ξεκούραση
    Relaxation for me is being at home and not doing anything.
    Ξεκούραση για μένα είναι το να είμαι στο σπίτι και να μην κάνω τίποτα.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

relaxation (fr) θηλυκό