Μετάβαση στο περιεχόμενο

relaxed

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός relaxed
συγκριτικός more relaxed
υπερθετικός most relaxed

relaxed (en)

  1. ήρεμος, για ένα άτομο που δεν έχει άγχος
      There was a relaxed expression on her face.
    Υπήρχε μια ήρεμη έκφραση στο πρόσωπό της.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη calm
  2. χαλαρός, που δεν ενδιαφέρεται πολύ για την πειθαρχία ή για να κάνει τους ανθρώπους να ακολουθούν κανόνες
      relaxed discipline/relaxed morals - χαλαρή πειθαρχία/χαλαρά ήθη

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

relaxed (en)