relaxing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | relaxing |
συγκριτικός | more relaxing |
υπερθετικός | most relaxing |
relaxing (en)
- χαλαρός, χαλαρωτικός, που σε χαλαρώνει, ανακουφιστικός
- ↪ We went to Thessaloniki for a relaxing weekend.
- Πήγαμε στη Θεσσαλονίκη για ένα χαλαρό σαββατοκύριακο.
- ↪ a relaxing atmosphere/outing - χαλαρωτική ατμόσφαιρα/εκδρομή
- ↪ We went to Thessaloniki for a relaxing weekend.
Συγγενικά
[επεξεργασία]- relaxation
- → και δείτε τη λέξη relax
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]relaxing (en)