relic
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]relic (en)
- το λείψανο
- a relic of a lost civilization
- British Museum finds relics of 39 saints after 100 years (από την εφημερίδα The Guardian, 24 Μαρτίου 2009)