religioso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- religioso < λατινική religiosus
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | religioso | religiosi |
θηλυκό | religiosa | religiose |
religioso (it)
- θρησκευόμενος
- έχει σχέση με την θρησκεία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
religioso (it)
- κάποιος που είναι πιστός σε μια θρησκεία
- κατά επέκταση η εκκλησία