remédiation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- remédiation < (άμεσο δάνειο) αγγλική remediation
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
remédiation | remédiations |
remédiation (fr) θηλυκό
- (εκπαίδευση) εφαρμογή μέτρων για την επίλυση προβλημάτων μάθησης